χόμο

χόμο
ο, Ν
άκλ.
1. (βιολ.-ανθρωπολ.) γένος ανθρωπιδών, στο οποίο ανήκει ο άνθρωπος
2. φρ. α) «χόμο ερέκτους»
(βιολ.-ανθρωπολ.) όρθιος άνθρωπος, μεταβατική μορφή ανάμεσα στους πιθηκανθρώπους και στον σύγχρονο άνθρωπο, η οποία υπήρξε, περίπου, από 1.500.000 έως τα 500.000 έτη πριν από την εποχή μας
β) «χόμο σάπιενς»
(βιολ.-ανθρωπολ.) έμφρων άνθρωπος, ο σύγχρονος, με τα γεωλογικά κριτήρια, άνθρωπος, τού οποίου η εμφάνιση χρονολογείται πριν από 300.000 περίπου χρόνια
γ) «χόμο νεαντερταλένσις»
(βιολ.-ανθρωπολ.) ο άνθρωπος τού Νεάντερταλ, εξειδικευμένη ομάδα τού γένους χόμο, σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, ή υποείδος τού χόμο σάπιενς, σύμφωνα με άλλες απόψεις, τού οποίου απολιθώματα ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά στο Νεάντερταλ της Γερμανίας και ο οποίος πιστεύεται ότι έζησε στο διάστημα από 90.000 μέχρι 50.000 έτη πριν από τη σύγχρονη εποχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. homo «άνθρωπος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Βλησίδης, Θρασύβουλος — (Νάξος 1886 – 1964).Βιολόγος και φυσιοδίφης. Υπήρξε εισηγητής της διδασκαλίας της βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώτος καθηγητής της σχετικής έδρας από το 1939 έως το 1956. Ίδρυσε το εργαστήριο γενικής βιολογίας. Άφησε ημιτελές σύγγραμμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”