- χόμο
- ο, Νάκλ.1. (βιολ.-ανθρωπολ.) γένος ανθρωπιδών, στο οποίο ανήκει ο άνθρωπος2. φρ. α) «χόμο ερέκτους»(βιολ.-ανθρωπολ.) όρθιος άνθρωπος, μεταβατική μορφή ανάμεσα στους πιθηκανθρώπους και στον σύγχρονο άνθρωπο, η οποία υπήρξε, περίπου, από 1.500.000 έως τα 500.000 έτη πριν από την εποχή μαςβ) «χόμο σάπιενς»(βιολ.-ανθρωπολ.) έμφρων άνθρωπος, ο σύγχρονος, με τα γεωλογικά κριτήρια, άνθρωπος, τού οποίου η εμφάνιση χρονολογείται πριν από 300.000 περίπου χρόνιαγ) «χόμο νεαντερταλένσις»(βιολ.-ανθρωπολ.) ο άνθρωπος τού Νεάντερταλ, εξειδικευμένη ομάδα τού γένους χόμο, σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, ή υποείδος τού χόμο σάπιενς, σύμφωνα με άλλες απόψεις, τού οποίου απολιθώματα ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά στο Νεάντερταλ της Γερμανίας και ο οποίος πιστεύεται ότι έζησε στο διάστημα από 90.000 μέχρι 50.000 έτη πριν από τη σύγχρονη εποχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. homo «άνθρωπος»].
Dictionary of Greek. 2013.